- μανιωδῶς
- μανιώδηςlike madnessadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μανιακός — και μανικός, ή, ό (AM μανικός και μανιακός, ή, όν) [μανία] αυτός που κατέχεται από μανία, μαινόμενος, παράφρων, τρελός («ταύτην τὴν ἐπωνυμίαν ἔλαβες τὸ μανικὸς καλεῑσθαι», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ως ουσ. άνθρωπος παράφρων, ανισόρροπος 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
μανιώδης — ες (AM μανιώδης, ῶδες) [μανία] 1. αυτός που κατέχεται από μανία, παράφρων, τρελός, μανιακός («μανιώδης συμπεριφορά») νεοελλ. αυτός που αρέσκεται υπερβολικά σε κάτι, αυτός που αγαπά κάτι με μανία («είναι μανιώδης καπνιστής») νεοελλ. μσν. 1.… … Dictionary of Greek
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
δειπνομανής — ( οῡς), ές (Α) αυτός που αγαπάει μανιωδώς τα δείπνα … Dictionary of Greek
εμπλήγδην — ἐμπλήγδην (Α) επίρρ. μανιωδώς, παράφορα … Dictionary of Greek
επιμαργαίνω — ἐπιμαργαίνω (Α) επιθυμώ κάτι μανιωδώς … Dictionary of Greek
θεήλατος — η, ο (AM θεήλατος, ον) 1. αυτός που καταδιώκεται από τον θεό («θεηλάτου βοός δίκην», Αισχύλ.) 2. ο σταλμένος από τον θεό, ο μοιραίος («μή τι καί θεήλατον τοὔργον τόδε», Σοφ.) αρχ. 1. αυτός που καθοδηγείται από τον θεό 2. ο κατασκευασμένος για… … Dictionary of Greek
θεατρομανής — ές (Α θεατρομανής, ές) αυτός που αγαπά μανιωδώς το θέατρο, ο υπερβολικά θεατρόφιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής. ερω μανής, ζηλο μανής] … Dictionary of Greek
θεατρομανώ — θεατρομανῶ, έω (Α) [θεατρομανής] έχω μανία για το θέατρο, επιθυμώ μανιωδώς να βλέπω θεατρικές παραστάσεις … Dictionary of Greek
ιππομανώ — ἱππομανῶ, έω (Α) [ιππομανής] 1. (για φοράδες) είμαι εμμανής, κάνω σαν τρελή για ίππο 2. (για πρόσ.) αγαπώ μανιωδώς τους ίππους … Dictionary of Greek